Βαγγελίτσα Κουσιάντζα. Μια ηρωίδα του λαού.
Μέρος 2ο
Το "δίκιο" του εθνικόφρονος πολίτου.
Φορούσα στα πόδια μου ένα ζευγάρι ωραία αρβυλάκια. Οταν κατατάχθηκα, στην Καστανιά, με πήγε ο πατέρας μου σ' ένα ντόπιο τσαγκάρη, φίλο του, και μου τα 'φκιασε. Βακέτα γερή, με καθαρό σολόδερμα από κάτω και πεταλάκια για να κρατήσουν πιο πολύ.
- Αϊντε και με τη λευτεριά!.. Να μη χρειαστείς άλλο ζευγάρι... μου ευχήθηκε, όταν τα φόρεσα, ο γερο - τσαγκάρης απ' την Καστανιά.
Με τράβηξαν έξω. Εκείνος ο λοχίας ο ...άκος, απ' τη Λακωνία, μαζί με ένα χωροφύλακα. Κι αφού μου έδωσαν μερικές κλοτσιές και γροθιές, μου είπαν να λύσω τα κορδόνια. Τράβηξαν και μου έβγαλαν τις αρβύλες απ' τα ποδάρια. Τις πήραν. Και σε λίγο, έφεραν και μου πέταξαν μπροστά μου ένα άλλο ζευγάρι παλιοπάπουτσα, τρύπια από κάτω.
Ποιος ξέρει σε ποιον δικό το υς, "εθνικόφρονα", έκαναν δώρο τ' αρβυλάκια μου...
Το πρωί, μας έβαλαν στη γραμμή, δυο - δυο, καθώς ήμασταν δεμένοι με τις χειροπέδες και ξεκινήσαμε πάλι.
Και πάλι δρόμος ατέλειωτος, κατσάβραχο και πείνα και κρύο να τρυπάει το κορμί. Τα ποδάρια μας ξεπαγιασμένα, πρησμένα νταούλι απ' τα κρυοπαγήματα, σέρνονταν σαν ξυλένια στο κακοτράχαλο μονοπάτι, που ακολουθούσε δίπλα - δίπλα το ποτάμι, τον Αγραφιώτη. Πολλοί έβγαλαν τα παπούτσια τους και τα πέταξαν. Και περπατούσαν με τις κάλτσες κι άλλοι με τα νύχια γυμνά, μελανιασμένα.
Σφίγγουμε τα δόντια και περπατάμε, περπατάμε. Οποιος πέσει, αντιμετωπίζει τα "πυκνά πυρά" των συνοδών: Βρισιές, κλοτσιές, κοντακιές. Τον σηκώνουν, τον στήνουν στα πόδια του και ξαναπαίρνει πάλι το δρόμο, δαγκώνοντας την καρδιά του.
Ο Σωκράτης, το παιδί που έβαλε τα ποδάρια του κοντά στη φωτιά, το πρώτο βράδυ εκεί στ' Αγραφα, είναι αδύνατο να προχωρήσει. Επεσε μπρούμυτα και δεν το κουνούσε, με όσες κλοτσιές και κοντακιές κι αν του 'διναν από πάνω.
Οι πατούσες του είχαν ανοίξει. Και έτρεχε από μέσα αίμα και ένα υγρό, σαν κερασόζουμο. Τα παπούτσια τα είχε πετάξει απ' την αρχή της πορείας, γιατί είχαν πρηστεί τα ποδάρια του και άρχισαν να μελανιάζουν.
Σταμάτησε η φάλαγγα. Καθυστερούσε. Τον έπιασαν δυο και τον φόρτωσαν σ' ένα μουλάρι, σαν σακί. Και συνεχίζεται πάλι η πορεία και το μαρτύριο.
Στο Κεράσοβο, μας περίμενε άλλη "υποδοχή". Είχαν βάλει χωριάτες "εθνικόφρονες", "αγανακτισμένους πολίτες", να μας αποδοκιμάσουν.
Βγήκαν στο δρόμο χωροφύλακες και μαζί τους κι αυτοί οι "αγανακτισμένοι" κι άρχισαν να μας βρίζουν, να μας φτύνουν, να μας χτυπάνε με ό,τι κρατούσε ο καθένας στα χέρια του. Και να φωνάζουν:
- Παλιοκουμμουνισταίοι!.. Γιατί ουρέ, θέλετε να μας πουλήσετε την Ελλάδα μας στη Βουλγαρία;.. Να μας πάρετε τσ' περιουσίες μας, τα σπίτια μας;..
Ενα παιδί, ανταρτόπουλο, είχε απ' το σπίτι του μια κουβερτούλα, με ωραία σχέδια και χρώματα, ολοκαίνουρια. Θα την ύφανε με τα χεράκια της η αδερφή, για την προίκα της. Κι όταν έφυγε τ' αδέρφι για τ' αντάρτικο, θα την τράβηξε απ' το γιούκο, τη δίπλωσε με προσοχή και του τη χάρισε.
- Παρ' την, αδερφέ, να σκεπάζεσαι. Να μην κρυώνεις 'κει πάνω στα βουνά, στα χιόνια...
Ενας τσοπάνος, αγριομούστακος, όρμησε με την αγκλίτσα του σηκωμένη, απάνω στο παιδί.
- Πού τη βρήκες αυτή την καρπέτα, ουρέε!.. Δική μ' η καρπέτα, κυρ - αστυνόμε!..
Γύρισε να ζητήσει τάχα και τη βοήθεια της εξουσίας.
- Δική μ' η κουβέρτα! Δε γνωρίζω την κουβέρτα μ';.. Κι αυτόν τον γνωρίζω! Την πήρε απ' το σπίτι μ', την άλλη φορά, που πέρασαν από δω απ' το χωριό...
Κι ο κύριος ενωμοτάρχης, που λάβαινε κι ο ίδιος μέρος στην "υποδοχή", άλλο που δεν ήθελε. "Αγανάκτησε" ακόμα πιο πολύ, που ο "άτιμος κομμουνιστοσυμμορίτης" λήστεψε το "φτωχό εθνικόφρονα πολίτη" και του πήρε την κουβέρτα του...
- Εγώ δεν έχω περάσει ποτέ απ' το χωριό σας. Και την κουβέρτα μού την έδωσε η αδελφή μου... τόλμησε να διαμαρτυρηθεί το παιδί. Μα ποιος να του δώσει δίκιο και σημασία; Ο λοχίας, ο ...άκος, θα χαιρόταν κιόλας από μέσα του. Και θα φχαριστιόταν πάρα πολύ μ' αυτά που έβλεπε, αφού κι αυτός ο ίδιος πρωτοστατούσε στο βασανισμό των αιχμαλώτων του.
Ακόμα κι ο ανθυπολοχαγός, εκείνος που αποπήρε το χωροφύλακα εκεί στο Μοναστηράκι, δεν το διακινδύνευσε να 'ρθει ανοιχτά σε ρήξη με τη συνοδεία και πιο πολύ με τους χωροφύλακες. Ισως φοβόταν μήπως βρει κι ο ίδιος κανένα μπελά. Μήπως τον κατηγορήσουν πως έπαιρνε το μέρος των κομμουνιστών...
Κι έτσι, η όμορφη καρπέτα, το δώρο της αδελφής, που την έφερε απ' το σπίτι του ο νεαρός αντάρτης, που την πέρασε απ' τη Νιάλα, νικώντας τη μανία της χιονοθύελλας, που δεν την αποχωρίστηκε, παρ' όλες τις ταλαιπωρίες μετά τη σύλληψή μας και την κουβαλούσεν δεμένη ρολό και κρεμασμένη μ' ένα σχοινί απ' τον ώμο του, πέρασε, με βάση το "δίκιο του ισχυρότερου", στην κυριότητα του αγριομούστακου τσοπάνη. Του "εθνικόφρονος πολίτου" απ' το Κεράσοβο της Ευρυτανίας. Καημένο Κεράσοβο...
Η Βαγγελίτσα, η μόνη γυναίκα ανάμεσα στους 30 άντρες αιχμαλώτους, μάζευε τις πιο πολλές βρισιές και αισχρόλογα ακατονόμαστα, προπαντός απ' τους χωροφύλακες.
Αλλά δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι. Δεν προσπάθησε να κρύψει το πρόσωπό της από ντροπή, για τη "διαπόμπευσή" της.
Γύριζε το κεφάλι της και τους κοίταζε ατάραχη, μ' ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση, ακόμα και οίκτο.
Μου έδινε την εντύπωση της αρκούδας...
Της αρκούδας, που κι αλυσοδεμένη και με το χαλκά στα ρουθούνια δεν παύει να είναι η αρκούδα η μεγαλόπρεπη, όσο κι αν την "πομπεύει" στους δρόμους και στις ρούγες του χωριού ο γύφτος, ο αρκουδιάρης. Ενώ, όλα εκείνα τα κουτάβια και τα κοπρόσκυλα της γειτονιάς που στριφογυρνάνε γύρω της και γαυγίζουν "εκ του ασφαλούς", μέσα τους, αισθάνονται ανατριχίλα και δέος και μόνο που την αντικρίζουν!..
Αλυχτάν' από μακριά, "παλικαρίσια", μα στην ουσία τρέμει το φυλλοκάρδι τους. Και μόλις γυρίσει απάνω τους τα μάτια η αφέντρα του δάσους, βάζουν την ουρά στα σκέλια και τρέχουν πανικόβλητα να χωθούν στο καλύβι τους.
Αυτήν ακριβώς την εντύπωση μου έδιναν εκεί στο Κεράσοβο και σ' όλη τη διαδρομή εκείνοι οι "παλικαράδες" χωροφύλακες.
Και η φάλαγγα συνέχιζε την πορεία της...
Φορούσα στα πόδια μου ένα ζευγάρι ωραία αρβυλάκια. Οταν κατατάχθηκα, στην Καστανιά, με πήγε ο πατέρας μου σ' ένα ντόπιο τσαγκάρη, φίλο του, και μου τα 'φκιασε. Βακέτα γερή, με καθαρό σολόδερμα από κάτω και πεταλάκια για να κρατήσουν πιο πολύ.
- Αϊντε και με τη λευτεριά!.. Να μη χρειαστείς άλλο ζευγάρι... μου ευχήθηκε, όταν τα φόρεσα, ο γερο - τσαγκάρης απ' την Καστανιά.
Με τράβηξαν έξω. Εκείνος ο λοχίας ο ...άκος, απ' τη Λακωνία, μαζί με ένα χωροφύλακα. Κι αφού μου έδωσαν μερικές κλοτσιές και γροθιές, μου είπαν να λύσω τα κορδόνια. Τράβηξαν και μου έβγαλαν τις αρβύλες απ' τα ποδάρια. Τις πήραν. Και σε λίγο, έφεραν και μου πέταξαν μπροστά μου ένα άλλο ζευγάρι παλιοπάπουτσα, τρύπια από κάτω.
Ποιος ξέρει σε ποιον δικό το υς, "εθνικόφρονα", έκαναν δώρο τ' αρβυλάκια μου...
Το πρωί, μας έβαλαν στη γραμμή, δυο - δυο, καθώς ήμασταν δεμένοι με τις χειροπέδες και ξεκινήσαμε πάλι.
Και πάλι δρόμος ατέλειωτος, κατσάβραχο και πείνα και κρύο να τρυπάει το κορμί. Τα ποδάρια μας ξεπαγιασμένα, πρησμένα νταούλι απ' τα κρυοπαγήματα, σέρνονταν σαν ξυλένια στο κακοτράχαλο μονοπάτι, που ακολουθούσε δίπλα - δίπλα το ποτάμι, τον Αγραφιώτη. Πολλοί έβγαλαν τα παπούτσια τους και τα πέταξαν. Και περπατούσαν με τις κάλτσες κι άλλοι με τα νύχια γυμνά, μελανιασμένα.
Σφίγγουμε τα δόντια και περπατάμε, περπατάμε. Οποιος πέσει, αντιμετωπίζει τα "πυκνά πυρά" των συνοδών: Βρισιές, κλοτσιές, κοντακιές. Τον σηκώνουν, τον στήνουν στα πόδια του και ξαναπαίρνει πάλι το δρόμο, δαγκώνοντας την καρδιά του.
Ο Σωκράτης, το παιδί που έβαλε τα ποδάρια του κοντά στη φωτιά, το πρώτο βράδυ εκεί στ' Αγραφα, είναι αδύνατο να προχωρήσει. Επεσε μπρούμυτα και δεν το κουνούσε, με όσες κλοτσιές και κοντακιές κι αν του 'διναν από πάνω.
Οι πατούσες του είχαν ανοίξει. Και έτρεχε από μέσα αίμα και ένα υγρό, σαν κερασόζουμο. Τα παπούτσια τα είχε πετάξει απ' την αρχή της πορείας, γιατί είχαν πρηστεί τα ποδάρια του και άρχισαν να μελανιάζουν.
Σταμάτησε η φάλαγγα. Καθυστερούσε. Τον έπιασαν δυο και τον φόρτωσαν σ' ένα μουλάρι, σαν σακί. Και συνεχίζεται πάλι η πορεία και το μαρτύριο.
Στο Κεράσοβο, μας περίμενε άλλη "υποδοχή". Είχαν βάλει χωριάτες "εθνικόφρονες", "αγανακτισμένους πολίτες", να μας αποδοκιμάσουν.
Βγήκαν στο δρόμο χωροφύλακες και μαζί τους κι αυτοί οι "αγανακτισμένοι" κι άρχισαν να μας βρίζουν, να μας φτύνουν, να μας χτυπάνε με ό,τι κρατούσε ο καθένας στα χέρια του. Και να φωνάζουν:
- Παλιοκουμμουνισταίοι!.. Γιατί ουρέ, θέλετε να μας πουλήσετε την Ελλάδα μας στη Βουλγαρία;.. Να μας πάρετε τσ' περιουσίες μας, τα σπίτια μας;..
Ενα παιδί, ανταρτόπουλο, είχε απ' το σπίτι του μια κουβερτούλα, με ωραία σχέδια και χρώματα, ολοκαίνουρια. Θα την ύφανε με τα χεράκια της η αδερφή, για την προίκα της. Κι όταν έφυγε τ' αδέρφι για τ' αντάρτικο, θα την τράβηξε απ' το γιούκο, τη δίπλωσε με προσοχή και του τη χάρισε.
- Παρ' την, αδερφέ, να σκεπάζεσαι. Να μην κρυώνεις 'κει πάνω στα βουνά, στα χιόνια...
Ενας τσοπάνος, αγριομούστακος, όρμησε με την αγκλίτσα του σηκωμένη, απάνω στο παιδί.
- Πού τη βρήκες αυτή την καρπέτα, ουρέε!.. Δική μ' η καρπέτα, κυρ - αστυνόμε!..
Γύρισε να ζητήσει τάχα και τη βοήθεια της εξουσίας.
- Δική μ' η κουβέρτα! Δε γνωρίζω την κουβέρτα μ';.. Κι αυτόν τον γνωρίζω! Την πήρε απ' το σπίτι μ', την άλλη φορά, που πέρασαν από δω απ' το χωριό...
Κι ο κύριος ενωμοτάρχης, που λάβαινε κι ο ίδιος μέρος στην "υποδοχή", άλλο που δεν ήθελε. "Αγανάκτησε" ακόμα πιο πολύ, που ο "άτιμος κομμουνιστοσυμμορίτης" λήστεψε το "φτωχό εθνικόφρονα πολίτη" και του πήρε την κουβέρτα του...
- Εγώ δεν έχω περάσει ποτέ απ' το χωριό σας. Και την κουβέρτα μού την έδωσε η αδελφή μου... τόλμησε να διαμαρτυρηθεί το παιδί. Μα ποιος να του δώσει δίκιο και σημασία; Ο λοχίας, ο ...άκος, θα χαιρόταν κιόλας από μέσα του. Και θα φχαριστιόταν πάρα πολύ μ' αυτά που έβλεπε, αφού κι αυτός ο ίδιος πρωτοστατούσε στο βασανισμό των αιχμαλώτων του.
Ακόμα κι ο ανθυπολοχαγός, εκείνος που αποπήρε το χωροφύλακα εκεί στο Μοναστηράκι, δεν το διακινδύνευσε να 'ρθει ανοιχτά σε ρήξη με τη συνοδεία και πιο πολύ με τους χωροφύλακες. Ισως φοβόταν μήπως βρει κι ο ίδιος κανένα μπελά. Μήπως τον κατηγορήσουν πως έπαιρνε το μέρος των κομμουνιστών...
Κι έτσι, η όμορφη καρπέτα, το δώρο της αδελφής, που την έφερε απ' το σπίτι του ο νεαρός αντάρτης, που την πέρασε απ' τη Νιάλα, νικώντας τη μανία της χιονοθύελλας, που δεν την αποχωρίστηκε, παρ' όλες τις ταλαιπωρίες μετά τη σύλληψή μας και την κουβαλούσεν δεμένη ρολό και κρεμασμένη μ' ένα σχοινί απ' τον ώμο του, πέρασε, με βάση το "δίκιο του ισχυρότερου", στην κυριότητα του αγριομούστακου τσοπάνη. Του "εθνικόφρονος πολίτου" απ' το Κεράσοβο της Ευρυτανίας. Καημένο Κεράσοβο...
Η Βαγγελίτσα, η μόνη γυναίκα ανάμεσα στους 30 άντρες αιχμαλώτους, μάζευε τις πιο πολλές βρισιές και αισχρόλογα ακατονόμαστα, προπαντός απ' τους χωροφύλακες.
Αλλά δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι. Δεν προσπάθησε να κρύψει το πρόσωπό της από ντροπή, για τη "διαπόμπευσή" της.
Γύριζε το κεφάλι της και τους κοίταζε ατάραχη, μ' ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση, ακόμα και οίκτο.
Μου έδινε την εντύπωση της αρκούδας...
Της αρκούδας, που κι αλυσοδεμένη και με το χαλκά στα ρουθούνια δεν παύει να είναι η αρκούδα η μεγαλόπρεπη, όσο κι αν την "πομπεύει" στους δρόμους και στις ρούγες του χωριού ο γύφτος, ο αρκουδιάρης. Ενώ, όλα εκείνα τα κουτάβια και τα κοπρόσκυλα της γειτονιάς που στριφογυρνάνε γύρω της και γαυγίζουν "εκ του ασφαλούς", μέσα τους, αισθάνονται ανατριχίλα και δέος και μόνο που την αντικρίζουν!..
Αλυχτάν' από μακριά, "παλικαρίσια", μα στην ουσία τρέμει το φυλλοκάρδι τους. Και μόλις γυρίσει απάνω τους τα μάτια η αφέντρα του δάσους, βάζουν την ουρά στα σκέλια και τρέχουν πανικόβλητα να χωθούν στο καλύβι τους.
Αυτήν ακριβώς την εντύπωση μου έδιναν εκεί στο Κεράσοβο και σ' όλη τη διαδρομή εκείνοι οι "παλικαράδες" χωροφύλακες.
Και η φάλαγγα συνέχιζε την πορεία της...
Στο δρόμο για το Στρατοδικείο.
Υστερα από πολλές ώρες, συναντήσαμε άλλη δύναμη στρατού, με μηχανοκίνητα. Ο δρόμος άρχιζε πια να πατιέται κουτσά - στραβά από αυτοκίνητο.
Μας έκλεισαν σε δυο φορτηγά, δεμένους πάντα δυο - δυο με τις χειροπέδες και νύχτα πια, μας ξεφόρτωσαν στο Καρπενήσι και μας έριξαν σ' ένα υπόγειο σκοτεινό μπουντρούμι.
Κι άρχισαν οι "ανακρίσεις". Ετοίμαζαν το φάκελο, για το στρατοδικείο που μας περίμενε στη Λαμία.
Και δω, το πολύ βάρος έπεσε πάλι στα στελέχη της πολιτικής οργάνωσης.
"Στο Καρπενήσι, εκεί ήταν τα πολλά", θα γράψει αργότερα, στο τελευταίο γράμμα της, η Βαγγελίτσα. "Με βάλαν σε μπουντρούμι σκοτεινό και χωροφύλακες μαυροσκούφηδες με χτύπησαν απάνθρωπα με σιδεριές και με κρανιές. Μου σπάσαν δυο πλευρά κι ακόμα το σώμα μου είναι κατάμαυρο".
Στο δρόμο, από τ' Αγραφα μέχρι το Καρπενήσι, έκαναν και λίγο "κράτει" στους ξυλοδαρμούς. Επρεπε να μπορούμε να στεκόμαστε στα πόδια μας. Να μπορούμε να περπατάμε. Γιατί αλλιώς, θα ήταν αναγκασμένοι να μας φορτώνουν στα μουλάρια, όπως το Σωκράτη. Τώρα, απ' το Καρπενήσι και κάτω, που είχαν αυτοκίνητα για να μας κουβαλήσουν στη Λαμία, δε λογάριαζαν πού χτυπούσαν... Τη Βαγγελίτσα, όταν τέλειωσε η "ανάκριση", την έφεραν πίσω στο κρατητήριο σακατεμένη, αγνώριστη. Μπορούσες να ψηλαφήσεις με το χέρι τα δυο σπασμένα πλευρά της.
Είπαμε στο σκοπό το χωροφύλακα να ειδοποιήσει να στείλουν έναν γιατρό. Εκείνος έκανε μόνος του τη... διάγνωση.
- Δεν έχει τίποτα, μην ανησυχείτε. Θα της περάσει... είπε αδιάφορα.
Υστερα έπιασε να τραγουδάει επιδεικτικά ένα σαχλοτράγουδο, που ήταν τότε το "σουξέ της εποχής".
"Να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις...
Κι αν δεν ξέρεις το χορό του Ησαϊα,
μη φοβάσαι θα στον μάθει ο παπάς".
Βρήκαμε μόνοι μας ένα ζουνάρι και δέσαμε πρόχειρα τα σπασμένα πλευρά της Βαγγελίτσας. Τυλίξαμε το ζουνάρι σφιχτά γύρω στο θώρακα, να μην ανεβοκατεβαίνουν τα πλευρά με την αναπνοή, για να ελαττώνεται λίγο ο πόνος. Υστερα από λίγες μέρες, κλεισμένους πάλι μέσα σε δυο φορτηγά, πατικωμένους, από δεκαπέντε περίπου στην κάθε καρότσα, μας μεταφέρανε στη Λαμία.
Μα πριν φτάσουμε στη Λαμία, εκεί κάπου κοντά στο Λιανοκλάδι νομίζω, η φάλαγγα σταμάτησε. Ενα απόσπασμα, χωροφύλακες μαυροσκούφηδες, κάτι άλλα τμήματα μισο-στρατιωτικά, μισο-ληστοσυμμορίες, ανεξέλεγκτες, ήθελαν να μας πάρουν απ' τη συνοδεία τη δική μας και να μας αναλάβουν αυτοί. Θα μας πήγαιναν, λέει, αυτοί να μας παραδώσουν στη Λαμία, στις αρχές.
Ο σκοπός τους ήταν ολοφάνερος. Θα μας τραβούσαν κάπου απόμερα και θα μας σκότωναν όλους, πριν προλάβουμε να εμφανιστούμε στο στρατοδικείο.
Αντιδράσαμε αμέσως. Ο Βασίλης Τσιρώνης βγήκε μπροστά και απευθύνθηκε στον ανθυπολοχαγό, που ήταν επικεφαλής της συνοδείας.
- Εμείς είμαστε αιχμάλωτοι του στρατού, κύριε ανθυπολοχαγέ. Δικοί σας αιχμάλωτοι. Αν μας παραδώσετε σ' αυτούς, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι θα μας εκτελέσουν όλους, χωρίς δίκη, χωρίς απολογία. Και θα φέρνετε γι' αυτό ακέραιη την ευθύνη εσείς. Εχετε υποχρέωση να μας παραδώσετε στη Λαμία, στις στρατιωτικές αρχές. Σας καθιστούμε προσωπικά υπεύθυνο για τη ζωή μας. (Ο Τσιρώνης ήταν φοιτητής της Νομικής).
Και πραγματικά, ο ανθυπολοχαγός ανάλαβε τις ευθύνες του. Αντιστάθηκε σθεναρά στην απαίτηση των μαυροσκούφηδων και των τραμπούκων και δε δέχτηκε την αντικατάσταση της συνοδείας.
Μας πήγε ο ίδιος στους στρατώνες της Λαμίας και μας παρέδωσε στις στρατιωτικές αρχές.
Η "δίκη"
Την 1η Μάη μας έδωσαν τις κλήσεις για το έκτακτο στρατοδικείο και στις 3 άρχισε η δίκη. Στις 5 είχαν κιόλας τελειώσει!... Στις 8 είχε λήξει και το τριήμερο (προπαντός οι νόμιμες διαδικασίες...) και στις 9 του Μάη, πρωί - πρωί, με τα χαράματα, δόθηκε η "κάθαρση". Μέσα σε μια βδομάδα, η στρατιωτική δικαιοσύνη εποίησε πάντα τα έργα της...
Ολα έγιναν με την απαραίτητη επισημότητα.
Στητοί και ακίνητοι, σαν αγάλματα, καμαρώνουν στις ψηλές τους πολυθρόνες οι κύριοι στρατοδίκες. Με τα γυαλιστερά κουμπιά και τα παράσημα στο στήθος, με πολλά αστέρια επάργυρα κι επίχρυσα στις επωμίδες τους, με κλάρες σταυρωτές στα ψηλά τους τα πηλήκια, βλοσυροί και απροσπέλαστοι εντεταλμένοι της Θέμιδας, μας καλούν ν' απολογηθούμε για τα "εγκλήματά" μας.
"Βάσει του Γ ψηφίσματος, περί εκτάκτων μέτρων προστασίας του καθεστώτος". Εκείνου του φοβερού μεταβαρκιζιανού καθεστώτος, του μισαλλόδοξου και εκδικητικού, που το γενικό, το μοναδικό του σύνθημα ήταν: "Σκοτώστε τους!". Που με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο, επιδίωκε τη φυσική εξόντωση των αντιπάλων του. Με τον κατατρεγμό και τις δολοφονίες, απ' τις ασύδοτες ληστοσυμμορίες της Δεξιάς. Με τα στρατόπεδα και τα μπουντρούμια. Με τα ξερονήσια και τα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Η υπόθεσή μας δεν παρουσίαζε, για τους κύριους στρατοδίκες, καμιά δυσκολία. Το κατηγορητήριο, έτοιμο. Κόπια στερεότυπη και χιλιοαντιγραμμένη. Ενα κείμενο που μπορεί να το βρει κανένας σε όλους τους φακέλους, σε παρόμοιες δίκες εκείνης της εποχής: ... Ούτοι, από κοινού συμφέροντος ορμώμενοι, συνέπηξαν ομάδα, με τον σκοπόν όπως προσβάλλουν διά της βίας τας αρχάς και καταλύσουν το ισχύον κοινωνικόν καθεστώς... Οργανα ξένης δυνάμεως, διά την απόσπασιν μέρους ή του όλου της επικρατείας...
... Εις την περιοχήν Καύκιας Αγράφων και αλλαχού, διέπραξαν φόνους, ληστείας, διαρπαγάς, εις βάρος εθνικοφρόνων πολιτών...
Ούτε μάρτυρες χρειάζονταν, ούτε υπεράσπιση. Το "έγκλημά" μας ήταν αυταπόδεικτο για τους κύριους στρατοδίκες. Δουλιά ρουτίνας η έκδοση της απόφασης.
Επιασαν και δυο δικηγόρους απ' τον κατάλογο, τους διόρισαν "αυτεπαγγέλτως", να κρατιούνται και τα προσχήματα και όλα εντάξει!...
Μάρτυρες κατηγορίας, τα ίδια τα "όργανα της τάξεως", οι χωροφύλακες.
Οι απολογίες μας, σκέτη κοροϊδία. Μας σήκωνε ο κύριος πρόεδρος με τη σειρά, άφηνε να πει ο καθένας δυο λόγια και μ' ένα "φτάνει, φτάνει... αρκετά", τον κάθιζε πάλι στη θέση του.
Μια συνοπτική διαδικασία. Μια γενική βιασύνη. "Να τελειώνουμε...".
"Δε μ' αφήσαν διόλου να μιλήσω", θα γράψει στο τελευταίο γράμμα της η Βαγγελίτσα.
Ο μπάρμπα - Μήτσιος Κουσιάντζας, ο πατέρας της, από κάπου έμαθε κι έφτασε με την ψυχή στο στόμα, στη Λαμία. Ηρθε πριν ακόμα βγάλουν την απόφαση. Αλλά δε χρειαζόταν καθόλου να περιμένει την απόφαση. Εφυγε για την Αθήνα, μήπως από κει, με κανένα "μέσον", μπορέσει να κάνει κάτι για τη Βαγγελίτσα.
Κάποιον είδε εκεί, κάποιος τον "διαβεβαίωσε" εκ μέρους του κ. υπουργού, πως δεν πρόκειται να εκτελεστεί.
- Μην ανησυχείς, του είπε ο εκπρόσωπος του κράτους. Τα στρατοδικεία μας δεν εκτελούν γυναίκες...
Ο Ηλίας Παπαδόπουλος, κουνιάδος του Κώστα Χαλκιά, πρόφτασε κι αυτός και ήρθε στη Λαμία πριν τελειώσει η δίκη. Τρέχει απ' τον Αννα στον Καϊάφα, χτυπάει πόρτες, παρακαλεί, χωρίς κανένα αποτέλεσμα...
Σε δυο μέρες, όλα είχαν τελειώσει: Κατηγορητήριο, μάρτυρες κατηγορίας, απολογίες. Και "έλαβε τον λόγον" ο κύριος βασιλικός επίτροπος. Ο δημόσιος κατήγορος. Ο κέρβερος του νόμου και φύλακας της "καθεστηκυίας τάξεως"...
Δεν ξέρω οι άλλοι, οι στρατοδίκες, τι έκρυβαν μέσα στην καρδιά τους, αλλά ο κύριος βασιλικός επίτροπος ήταν δέσμιος στο πάθος του το εμφύλιο. Και δεν το έκρυβε. Ενα ανθρωπάκι τόσο δα, στολισμένο με σιρίτια και παράσημα, να παρασταίνει τον Ποσειδώνα που ταρακουνάει τη θάλασσα... Ορθιος και σίγουρος απάνω στην έδρα του, πότε σκούζει σα γυναικούλα και πότε κάνει με στόμφο επίδειξη της "ρητορικής" του ικανότητας. Μας λούζει με όλα τα ταπεινωτικά επίθετα που υπάρχουν στη γλώσσα μας. Βγάζει τα απωθημένα του....
Μας χαρακτήρισε όλους προδότες. Μας είπε απάτριδες και εγκληματίες και σφαγείς, που επιχειρήσαμε να φέρουμε εις την αιωνίαν Ελλάδα τη βαρβαρότητα της κομμουνιστικής τυραννίας!...
Τα πέντε στελέχη της πολιτικής οργάνωσης και μαζί τους και μένα μας χαρακτήρισε, "επί πλέον", στρατολόγους και καθοδηγητές και ηθικούς αυτουργούς.
Το γεγονός ότι η κύρια δύναμή μας κατόρθωσε να περάσει μέσα από κείνη την κόλαση της Νιάλας, να σπάσει τον κλοιό και να "διαφύγει την εξόντωση", είχε καθίσει στο στομάχι του σαν κάρβουνο αναμμένο και τον έκαιγε.
Αφριζε κυριολεκτικά, κάθε φορά που ερχόταν στη γλώσσα του το όνομα του ταγματάρχη Αλευρά, που σκοτώθηκε στη συμπλοκή με τους δικούς μας, εκεί στον αυχένα της Νιάλας.
Χτυπιέται και ουρλιάζει σα μανιακός πάνω απ' την έδρα του:
- Εις θάνατον!
Πέντε απ' τα παιδιά, τους αντάρτες, που παραδέχτηκαν στην ανάκριση ότι πήραν μέρος έστω και σε μια μικροσυμπλοκή, ότι έριξαν έστω και μια ντουφεκιά, "εις θάνατον!".
Και τα πέντε στελέχη της πολιτικής οργάνωσης και μαζί τους και μένα, "εις θάνατον!".
- Διά τον Βασίλειον Τσιρώνην, την ποινήν του θανάτου.
Διά την Ευαγγελίαν Κουσιάντζα, την ποινήν του θανάτου.
...την ποινήν του θανάτου!
...την ποινήν του θανάτου!
Μέσα στην παγερή ατμόσφαιρα της αίθουσας του στρατοδικείου, έντεκα φορές ακούστηκε η φοβερή φράση:
- Εις θάνατον!...
Οι κύριοι στρατοδίκες, για τους δέκα από τους έντεκα "προταθέντες", συμφώνησαν με τη γνώμη του βασιλικού επιτρόπου. Εμένα με εξαίρεσαν απ' την "εσχάτη των ποινών", "λόγω του νεαρού της ηλικίας". Και με καταδίκασαν, μαζί με όλα τα υπόλοιπα παιδιά, σε ισόβια δεσμά.
Ο Σωκράτης, το παιδί που έβαλε τα πόδια του κοντά στη φωτιά, εκεί στ' Αγραφα, τους γέλασε τους κύριους στρατοδίκες... Είχε στο μεταξύ πεθάνει από τη γάγγραινα κι έτσι δε χρειάστηκε καθόλου να τον δικάσουν. Το ίδιο έκανε κι ένα άλλο ανταρτόπουλο, Αντώνης Σερεφέας ήταν τ' όνομά του, που το είχαν τραυματίσει βαριά με σφαίρα στο γόνατο, την ώρα της σύλληψής μας εκεί στον αυχένα και πέθανε από μόλυνση του τραύματός του, ποιος ξέρει σε ποιο κρατητήριο, χωρίς γιατρό, δίχως καμιά βοήθεια.
Γι' αυτά τα δυο παιδιά, οι κύριοι στρατοδίκες χωρίσανε τη δίκη και έβαλαν το φάκελό τους στο αρχείο.
Υστερα από πολλές ώρες, συναντήσαμε άλλη δύναμη στρατού, με μηχανοκίνητα. Ο δρόμος άρχιζε πια να πατιέται κουτσά - στραβά από αυτοκίνητο.
Μας έκλεισαν σε δυο φορτηγά, δεμένους πάντα δυο - δυο με τις χειροπέδες και νύχτα πια, μας ξεφόρτωσαν στο Καρπενήσι και μας έριξαν σ' ένα υπόγειο σκοτεινό μπουντρούμι.
Κι άρχισαν οι "ανακρίσεις". Ετοίμαζαν το φάκελο, για το στρατοδικείο που μας περίμενε στη Λαμία.
Και δω, το πολύ βάρος έπεσε πάλι στα στελέχη της πολιτικής οργάνωσης.
"Στο Καρπενήσι, εκεί ήταν τα πολλά", θα γράψει αργότερα, στο τελευταίο γράμμα της, η Βαγγελίτσα. "Με βάλαν σε μπουντρούμι σκοτεινό και χωροφύλακες μαυροσκούφηδες με χτύπησαν απάνθρωπα με σιδεριές και με κρανιές. Μου σπάσαν δυο πλευρά κι ακόμα το σώμα μου είναι κατάμαυρο".
Στο δρόμο, από τ' Αγραφα μέχρι το Καρπενήσι, έκαναν και λίγο "κράτει" στους ξυλοδαρμούς. Επρεπε να μπορούμε να στεκόμαστε στα πόδια μας. Να μπορούμε να περπατάμε. Γιατί αλλιώς, θα ήταν αναγκασμένοι να μας φορτώνουν στα μουλάρια, όπως το Σωκράτη. Τώρα, απ' το Καρπενήσι και κάτω, που είχαν αυτοκίνητα για να μας κουβαλήσουν στη Λαμία, δε λογάριαζαν πού χτυπούσαν... Τη Βαγγελίτσα, όταν τέλειωσε η "ανάκριση", την έφεραν πίσω στο κρατητήριο σακατεμένη, αγνώριστη. Μπορούσες να ψηλαφήσεις με το χέρι τα δυο σπασμένα πλευρά της.
Είπαμε στο σκοπό το χωροφύλακα να ειδοποιήσει να στείλουν έναν γιατρό. Εκείνος έκανε μόνος του τη... διάγνωση.
- Δεν έχει τίποτα, μην ανησυχείτε. Θα της περάσει... είπε αδιάφορα.
Υστερα έπιασε να τραγουδάει επιδεικτικά ένα σαχλοτράγουδο, που ήταν τότε το "σουξέ της εποχής".
"Να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις...
Κι αν δεν ξέρεις το χορό του Ησαϊα,
μη φοβάσαι θα στον μάθει ο παπάς".
Βρήκαμε μόνοι μας ένα ζουνάρι και δέσαμε πρόχειρα τα σπασμένα πλευρά της Βαγγελίτσας. Τυλίξαμε το ζουνάρι σφιχτά γύρω στο θώρακα, να μην ανεβοκατεβαίνουν τα πλευρά με την αναπνοή, για να ελαττώνεται λίγο ο πόνος. Υστερα από λίγες μέρες, κλεισμένους πάλι μέσα σε δυο φορτηγά, πατικωμένους, από δεκαπέντε περίπου στην κάθε καρότσα, μας μεταφέρανε στη Λαμία.
Μα πριν φτάσουμε στη Λαμία, εκεί κάπου κοντά στο Λιανοκλάδι νομίζω, η φάλαγγα σταμάτησε. Ενα απόσπασμα, χωροφύλακες μαυροσκούφηδες, κάτι άλλα τμήματα μισο-στρατιωτικά, μισο-ληστοσυμμορίες, ανεξέλεγκτες, ήθελαν να μας πάρουν απ' τη συνοδεία τη δική μας και να μας αναλάβουν αυτοί. Θα μας πήγαιναν, λέει, αυτοί να μας παραδώσουν στη Λαμία, στις αρχές.
Ο σκοπός τους ήταν ολοφάνερος. Θα μας τραβούσαν κάπου απόμερα και θα μας σκότωναν όλους, πριν προλάβουμε να εμφανιστούμε στο στρατοδικείο.
Αντιδράσαμε αμέσως. Ο Βασίλης Τσιρώνης βγήκε μπροστά και απευθύνθηκε στον ανθυπολοχαγό, που ήταν επικεφαλής της συνοδείας.
- Εμείς είμαστε αιχμάλωτοι του στρατού, κύριε ανθυπολοχαγέ. Δικοί σας αιχμάλωτοι. Αν μας παραδώσετε σ' αυτούς, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι θα μας εκτελέσουν όλους, χωρίς δίκη, χωρίς απολογία. Και θα φέρνετε γι' αυτό ακέραιη την ευθύνη εσείς. Εχετε υποχρέωση να μας παραδώσετε στη Λαμία, στις στρατιωτικές αρχές. Σας καθιστούμε προσωπικά υπεύθυνο για τη ζωή μας. (Ο Τσιρώνης ήταν φοιτητής της Νομικής).
Και πραγματικά, ο ανθυπολοχαγός ανάλαβε τις ευθύνες του. Αντιστάθηκε σθεναρά στην απαίτηση των μαυροσκούφηδων και των τραμπούκων και δε δέχτηκε την αντικατάσταση της συνοδείας.
Μας πήγε ο ίδιος στους στρατώνες της Λαμίας και μας παρέδωσε στις στρατιωτικές αρχές.
Η "δίκη"
Την 1η Μάη μας έδωσαν τις κλήσεις για το έκτακτο στρατοδικείο και στις 3 άρχισε η δίκη. Στις 5 είχαν κιόλας τελειώσει!... Στις 8 είχε λήξει και το τριήμερο (προπαντός οι νόμιμες διαδικασίες...) και στις 9 του Μάη, πρωί - πρωί, με τα χαράματα, δόθηκε η "κάθαρση". Μέσα σε μια βδομάδα, η στρατιωτική δικαιοσύνη εποίησε πάντα τα έργα της...
Ολα έγιναν με την απαραίτητη επισημότητα.
Στητοί και ακίνητοι, σαν αγάλματα, καμαρώνουν στις ψηλές τους πολυθρόνες οι κύριοι στρατοδίκες. Με τα γυαλιστερά κουμπιά και τα παράσημα στο στήθος, με πολλά αστέρια επάργυρα κι επίχρυσα στις επωμίδες τους, με κλάρες σταυρωτές στα ψηλά τους τα πηλήκια, βλοσυροί και απροσπέλαστοι εντεταλμένοι της Θέμιδας, μας καλούν ν' απολογηθούμε για τα "εγκλήματά" μας.
"Βάσει του Γ ψηφίσματος, περί εκτάκτων μέτρων προστασίας του καθεστώτος". Εκείνου του φοβερού μεταβαρκιζιανού καθεστώτος, του μισαλλόδοξου και εκδικητικού, που το γενικό, το μοναδικό του σύνθημα ήταν: "Σκοτώστε τους!". Που με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο, επιδίωκε τη φυσική εξόντωση των αντιπάλων του. Με τον κατατρεγμό και τις δολοφονίες, απ' τις ασύδοτες ληστοσυμμορίες της Δεξιάς. Με τα στρατόπεδα και τα μπουντρούμια. Με τα ξερονήσια και τα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Η υπόθεσή μας δεν παρουσίαζε, για τους κύριους στρατοδίκες, καμιά δυσκολία. Το κατηγορητήριο, έτοιμο. Κόπια στερεότυπη και χιλιοαντιγραμμένη. Ενα κείμενο που μπορεί να το βρει κανένας σε όλους τους φακέλους, σε παρόμοιες δίκες εκείνης της εποχής: ... Ούτοι, από κοινού συμφέροντος ορμώμενοι, συνέπηξαν ομάδα, με τον σκοπόν όπως προσβάλλουν διά της βίας τας αρχάς και καταλύσουν το ισχύον κοινωνικόν καθεστώς... Οργανα ξένης δυνάμεως, διά την απόσπασιν μέρους ή του όλου της επικρατείας...
... Εις την περιοχήν Καύκιας Αγράφων και αλλαχού, διέπραξαν φόνους, ληστείας, διαρπαγάς, εις βάρος εθνικοφρόνων πολιτών...
Ούτε μάρτυρες χρειάζονταν, ούτε υπεράσπιση. Το "έγκλημά" μας ήταν αυταπόδεικτο για τους κύριους στρατοδίκες. Δουλιά ρουτίνας η έκδοση της απόφασης.
Επιασαν και δυο δικηγόρους απ' τον κατάλογο, τους διόρισαν "αυτεπαγγέλτως", να κρατιούνται και τα προσχήματα και όλα εντάξει!...
Μάρτυρες κατηγορίας, τα ίδια τα "όργανα της τάξεως", οι χωροφύλακες.
Οι απολογίες μας, σκέτη κοροϊδία. Μας σήκωνε ο κύριος πρόεδρος με τη σειρά, άφηνε να πει ο καθένας δυο λόγια και μ' ένα "φτάνει, φτάνει... αρκετά", τον κάθιζε πάλι στη θέση του.
Μια συνοπτική διαδικασία. Μια γενική βιασύνη. "Να τελειώνουμε...".
"Δε μ' αφήσαν διόλου να μιλήσω", θα γράψει στο τελευταίο γράμμα της η Βαγγελίτσα.
Ο μπάρμπα - Μήτσιος Κουσιάντζας, ο πατέρας της, από κάπου έμαθε κι έφτασε με την ψυχή στο στόμα, στη Λαμία. Ηρθε πριν ακόμα βγάλουν την απόφαση. Αλλά δε χρειαζόταν καθόλου να περιμένει την απόφαση. Εφυγε για την Αθήνα, μήπως από κει, με κανένα "μέσον", μπορέσει να κάνει κάτι για τη Βαγγελίτσα.
Κάποιον είδε εκεί, κάποιος τον "διαβεβαίωσε" εκ μέρους του κ. υπουργού, πως δεν πρόκειται να εκτελεστεί.
- Μην ανησυχείς, του είπε ο εκπρόσωπος του κράτους. Τα στρατοδικεία μας δεν εκτελούν γυναίκες...
Ο Ηλίας Παπαδόπουλος, κουνιάδος του Κώστα Χαλκιά, πρόφτασε κι αυτός και ήρθε στη Λαμία πριν τελειώσει η δίκη. Τρέχει απ' τον Αννα στον Καϊάφα, χτυπάει πόρτες, παρακαλεί, χωρίς κανένα αποτέλεσμα...
Σε δυο μέρες, όλα είχαν τελειώσει: Κατηγορητήριο, μάρτυρες κατηγορίας, απολογίες. Και "έλαβε τον λόγον" ο κύριος βασιλικός επίτροπος. Ο δημόσιος κατήγορος. Ο κέρβερος του νόμου και φύλακας της "καθεστηκυίας τάξεως"...
Δεν ξέρω οι άλλοι, οι στρατοδίκες, τι έκρυβαν μέσα στην καρδιά τους, αλλά ο κύριος βασιλικός επίτροπος ήταν δέσμιος στο πάθος του το εμφύλιο. Και δεν το έκρυβε. Ενα ανθρωπάκι τόσο δα, στολισμένο με σιρίτια και παράσημα, να παρασταίνει τον Ποσειδώνα που ταρακουνάει τη θάλασσα... Ορθιος και σίγουρος απάνω στην έδρα του, πότε σκούζει σα γυναικούλα και πότε κάνει με στόμφο επίδειξη της "ρητορικής" του ικανότητας. Μας λούζει με όλα τα ταπεινωτικά επίθετα που υπάρχουν στη γλώσσα μας. Βγάζει τα απωθημένα του....
Μας χαρακτήρισε όλους προδότες. Μας είπε απάτριδες και εγκληματίες και σφαγείς, που επιχειρήσαμε να φέρουμε εις την αιωνίαν Ελλάδα τη βαρβαρότητα της κομμουνιστικής τυραννίας!...
Τα πέντε στελέχη της πολιτικής οργάνωσης και μαζί τους και μένα μας χαρακτήρισε, "επί πλέον", στρατολόγους και καθοδηγητές και ηθικούς αυτουργούς.
Το γεγονός ότι η κύρια δύναμή μας κατόρθωσε να περάσει μέσα από κείνη την κόλαση της Νιάλας, να σπάσει τον κλοιό και να "διαφύγει την εξόντωση", είχε καθίσει στο στομάχι του σαν κάρβουνο αναμμένο και τον έκαιγε.
Αφριζε κυριολεκτικά, κάθε φορά που ερχόταν στη γλώσσα του το όνομα του ταγματάρχη Αλευρά, που σκοτώθηκε στη συμπλοκή με τους δικούς μας, εκεί στον αυχένα της Νιάλας.
Χτυπιέται και ουρλιάζει σα μανιακός πάνω απ' την έδρα του:
- Εις θάνατον!
Πέντε απ' τα παιδιά, τους αντάρτες, που παραδέχτηκαν στην ανάκριση ότι πήραν μέρος έστω και σε μια μικροσυμπλοκή, ότι έριξαν έστω και μια ντουφεκιά, "εις θάνατον!".
Και τα πέντε στελέχη της πολιτικής οργάνωσης και μαζί τους και μένα, "εις θάνατον!".
- Διά τον Βασίλειον Τσιρώνην, την ποινήν του θανάτου.
Διά την Ευαγγελίαν Κουσιάντζα, την ποινήν του θανάτου.
...την ποινήν του θανάτου!
...την ποινήν του θανάτου!
Μέσα στην παγερή ατμόσφαιρα της αίθουσας του στρατοδικείου, έντεκα φορές ακούστηκε η φοβερή φράση:
- Εις θάνατον!...
Οι κύριοι στρατοδίκες, για τους δέκα από τους έντεκα "προταθέντες", συμφώνησαν με τη γνώμη του βασιλικού επιτρόπου. Εμένα με εξαίρεσαν απ' την "εσχάτη των ποινών", "λόγω του νεαρού της ηλικίας". Και με καταδίκασαν, μαζί με όλα τα υπόλοιπα παιδιά, σε ισόβια δεσμά.
Ο Σωκράτης, το παιδί που έβαλε τα πόδια του κοντά στη φωτιά, εκεί στ' Αγραφα, τους γέλασε τους κύριους στρατοδίκες... Είχε στο μεταξύ πεθάνει από τη γάγγραινα κι έτσι δε χρειάστηκε καθόλου να τον δικάσουν. Το ίδιο έκανε κι ένα άλλο ανταρτόπουλο, Αντώνης Σερεφέας ήταν τ' όνομά του, που το είχαν τραυματίσει βαριά με σφαίρα στο γόνατο, την ώρα της σύλληψής μας εκεί στον αυχένα και πέθανε από μόλυνση του τραύματός του, ποιος ξέρει σε ποιο κρατητήριο, χωρίς γιατρό, δίχως καμιά βοήθεια.
Γι' αυτά τα δυο παιδιά, οι κύριοι στρατοδίκες χωρίσανε τη δίκη και έβαλαν το φάκελό τους στο αρχείο.
Το τελευταίο τραγούδι.
Κλειδωμένοι μέσα στο μεγάλο θάλαμο, στους στρατώνες της Λαμίας, περνάμε τώρα τις τελευταίες μέρες, παρέα με τους μελλοθάνατους αγωνιστές.
Ενα παιδί, ανταρτόπουλο, θυμόταν κάτι λόγια από ένα τραγούδι:
Είναι πικρός ο θάνατος
γι' αυτούς που πίσω μένουν
κι όχι γι' αυτούς που φεύγουνε
το θάνατο νικώντας.
Πραγματικά, τα παιδιά αυτά, που θα πέθαιναν σε λίγο, δεν ένιωθαν καμιά πίκρα, κανένα φόβο.
Η Βαγγελίτσα συζητούσε για το θάνατο, σα να μιλούσε για το πιο απλό πράγμα του κόσμου.
- Ειλικρινά, δε με νοιάζει καθόλου για τη ζωή μου, έλεγε. Δε λυπάμαι που θα πεθάνω. Το μόνο που λυπάμαι, είναι που δεν μπορέσαμε να τελειώσουμε το έργο μας. Να βγάλουμε πέρα αυτόν τον αγώνα. Να απαλλαγεί ο λαός μας απ' τη σκλαβιά και την καταπίεση. Να χαρεί μια άσπρη μέρα. Αλλά το έργο μας θα το τελειώσουν οι άλλοι, που μένουν πίσω μας. Ο λαός είναι πηγή αστείρευτη και θα νικήσει.
Είχε ένα κατακόκκινο μεταξωτό φουστάνι, μ' ένα φαρδύ χρυσό κέντημα στο γιακά. Το κουβαλούσε πάντα μαζί της, διπλωμένο μέσα στο γυλιό της, για "καλό". Για τις "επίσημες" μέρες.
- Αυτό θα φορέσω μεθαύριο!.. έλεγε με κέφι, προσπαθώντας να ισιώσει με την παλάμη της τις ζάρες, που είχε κάνει το ύφασμα, τυλιγμένο κουβάρι μέσα στο σακίδιο.
Σα να χαιρόταν!.. Σα να ευχαριστιόταν με τη σκέψη πως κι αυτό το κόκκινο φουστάνι της θα ήταν μια περήφανη πρόκληση, σαν θα στεκόταν μπροστά στους δήμιους. Μια περιφρόνηση απέναντι στο θάνατο. Ενα κατακόκκινο λάβαρο νίκης, εκεί μπροστά στις κάννες των ντουφεκιών!..
Περίμεναν όλοι τους το θάνατο, με μια ηρεμία, με μια ψυχραιμία, που σ' έκανε ν' απορείς. Καμιά νευρικότητα. Κανένα άγχος, για την τρομερή στιγμή, που πλησίαζε ώρα με την ώρα.
Ο Βασίλης Τσιρώνης. Ο φοιτητής της Νομικής. Γραμματέας του Κόμματος στην Καρδίτσα. Γλυκομίλητος, πράος, γεμάτος καλοσύνη. Μόνο ένα βαθύ χώρισμα, ανάμεσα στα φρύδια, χαράζει κάπου - κάπου μια κάθετη μαχαιριά. Κι ύστερα, το γλυκό πρόσωπο ξαστερώνει πάλι. Χαμογελάει ήρεμο, ασυννέφιαστο...
Ο μπάρμπα - Μήτσιος, ο Παπαγεωργίου. Ο πιο παλιός αγωνιστής της παρέας μας. Μια καλοκάγαθη καρτερική μορφή, που κατέβηκε θαρρείς από κάποιον πίνακα του Γκόγια ή του Ελ Γκρέκο... Που υπομένει αγόγγυστα το μαρτύριο του λιθοβολισμού ή της σταύρωσης.
Ο Αλέκος Γαλανίτσας. Ενα σεμνό, ευγενικό παιδί, απ' τη Ματαράγκα της Καρδίτσας. Μ' ένα χαμόγελο συγκατάβασης στα χείλια του, σα να έλεγε: "Αφες αυτοίς... Ου γαρ οίδασι...".
Ο Κώστας Χαλκιάς. Παλιός αγωνιστής. Τύπος στέρεος και ωραίος, στο σώμα και στην ψυχή, αστειεύεται κι ένα πικρό χαμόγελο χαράζει στο ήρεμο πρόσωπό του.
"Τους άθλιους... Τώρα που κοντεύει να κλείσει και η πληγή στο κεφάλι μου...".
(Τον Χαλκιά τον είχαν πιάσει πιο κάτω απ' τον αυχένα της Νιάλας, σε κάτι καλύβια. Τον είχαν χτυπήσει με τον υποκόπανο και του άνοιξαν το κεφάλι. Του πατίκωσαν ύστερα, στ' Αγραφα, το τραύμα με βαμπάκι, για να σταματήσει το αίμα. Και σ' όλη τη διαδρομή, περπατούσε με μια φούντα βαμπάκι στο κεφάλι του, αλλού άσπρο κι αλλού κόκκινο, απ' τα πηγμένα αίματα).
Και μαζί με τους παλιούς και δοκιμασμένους αγωνιστές, ξεθάρρεψαν και οι πέντε νεαροί μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Συνήρθαν γρήγορα απ' το πρώτο σοκ και "εξοικειώθηκαν" με την ιδέα του θανάτου.
Τα παιδιά ετούτα, τ' ανταρτόπουλα των είκοσι χρονώ... Που περιμένουν τώρα να τιμωρηθούν για το "έγκλημα" που διέπραξαν. Να αμειφθούν με την "εσχάτη των ποινών", γιατί αντέταξαν την άρνησή τους σε κείνο το ανυπόφορο καθεστώς των διώξεων και των κατατρεγμών.
Ο Αλέκος Βαρνάβας, απ' το Νεοχώρι Τρικάλων.
Ο Θανάσης Καψάλης, απ' τη Συκιά της Ελασσώνας.
Ο Δημήτρης Χασιώτης, κι αυτός απ' τη Συκιά της Ελασσώνας.
Ο Χαρίλαος Κυρίτσης, απ' τα Χάσια (;).
Ο Δημήτρης Αθάνατος, απ' το Ελευθεροχώρι της Ελασσώνας.
Παιδιά, που άλλα είχαν κι άλλα δεν είχαν κλείσει ακόμα τα είκοσί τους χρόνια...
Ανεβαίνουν τώρα όλοι τους, αγνοί και υπέροχοι! Με βήμα σταθερό και άτρομο, βαδίζουν το ματωμένο ανήφορο του Γολγοθά τους.
Ψάχνοντας και διασκευάζοντας λίγο - λίγο, για να ταιριάζουν στην περίπτωσή μας, τα λόγια του τραγουδιού, αλλού όσα θυμόταν το παιδί, αλλού συμπληρώνοντας μόνοι μας τους στίχους, το συγκροτήσαμε. Στο τέλος, φτιάξαμε και ένα τετράστιχο δικό μας. Και να, απ' όσο μπορώ να θυμηθώ, το "Τραγούδι μας". Το τελευταίο τραγούδι:
Είναι πικρός ο θάνατος
γι' αυτούς που πίσω μένουν
κι όχι γι' αυτούς που φεύγουνε
το θάνατο νικώντας.
Μα εδώ δεν είναι θάνατος
θάνατος απ' αρρώστια,
είναι της δόξας τα παιδιά
τα δαφνοστολισμένα.
Για μια ιδέα ευγενικιά
δίνουμε τη ζωή μας
χαρά σ' αυτόν που παρατά
για μια τιμή τον κόσμο.
Σ' ένα σκοπό χορευτικό, κάτι παραπλήσιο με το σκοπό της "Σαμιώτισσας", ή με το ΕΠΟΝίτικο τραγούδι "απάνω στα ψηλά βουνά", πιάσαμε να το ψιλοτραγουδάμε.
Σε λίγο, το είχαμε κιόλας "στρώσει". Και ένας - ένας, πιαστήκαμε κι αρχίσαμε να το χορεύουμε, του καλού καιρού...
Μπροστά η Βαγγελίτσα, κι από κοντά όλοι οι άλλοι.
Για μια ιδέα ευγενικιά
δίνουμε τη ζωή μας,
χαρά σ' αυτόν που παρατά
για μια τιμή τον κόσμο.
Κλειδωμένοι μέσα στο μεγάλο θάλαμο, στους στρατώνες της Λαμίας, περνάμε τώρα τις τελευταίες μέρες, παρέα με τους μελλοθάνατους αγωνιστές.
Ενα παιδί, ανταρτόπουλο, θυμόταν κάτι λόγια από ένα τραγούδι:
Είναι πικρός ο θάνατος
γι' αυτούς που πίσω μένουν
κι όχι γι' αυτούς που φεύγουνε
το θάνατο νικώντας.
Πραγματικά, τα παιδιά αυτά, που θα πέθαιναν σε λίγο, δεν ένιωθαν καμιά πίκρα, κανένα φόβο.
Η Βαγγελίτσα συζητούσε για το θάνατο, σα να μιλούσε για το πιο απλό πράγμα του κόσμου.
- Ειλικρινά, δε με νοιάζει καθόλου για τη ζωή μου, έλεγε. Δε λυπάμαι που θα πεθάνω. Το μόνο που λυπάμαι, είναι που δεν μπορέσαμε να τελειώσουμε το έργο μας. Να βγάλουμε πέρα αυτόν τον αγώνα. Να απαλλαγεί ο λαός μας απ' τη σκλαβιά και την καταπίεση. Να χαρεί μια άσπρη μέρα. Αλλά το έργο μας θα το τελειώσουν οι άλλοι, που μένουν πίσω μας. Ο λαός είναι πηγή αστείρευτη και θα νικήσει.
Είχε ένα κατακόκκινο μεταξωτό φουστάνι, μ' ένα φαρδύ χρυσό κέντημα στο γιακά. Το κουβαλούσε πάντα μαζί της, διπλωμένο μέσα στο γυλιό της, για "καλό". Για τις "επίσημες" μέρες.
- Αυτό θα φορέσω μεθαύριο!.. έλεγε με κέφι, προσπαθώντας να ισιώσει με την παλάμη της τις ζάρες, που είχε κάνει το ύφασμα, τυλιγμένο κουβάρι μέσα στο σακίδιο.
Σα να χαιρόταν!.. Σα να ευχαριστιόταν με τη σκέψη πως κι αυτό το κόκκινο φουστάνι της θα ήταν μια περήφανη πρόκληση, σαν θα στεκόταν μπροστά στους δήμιους. Μια περιφρόνηση απέναντι στο θάνατο. Ενα κατακόκκινο λάβαρο νίκης, εκεί μπροστά στις κάννες των ντουφεκιών!..
Περίμεναν όλοι τους το θάνατο, με μια ηρεμία, με μια ψυχραιμία, που σ' έκανε ν' απορείς. Καμιά νευρικότητα. Κανένα άγχος, για την τρομερή στιγμή, που πλησίαζε ώρα με την ώρα.
Ο Βασίλης Τσιρώνης. Ο φοιτητής της Νομικής. Γραμματέας του Κόμματος στην Καρδίτσα. Γλυκομίλητος, πράος, γεμάτος καλοσύνη. Μόνο ένα βαθύ χώρισμα, ανάμεσα στα φρύδια, χαράζει κάπου - κάπου μια κάθετη μαχαιριά. Κι ύστερα, το γλυκό πρόσωπο ξαστερώνει πάλι. Χαμογελάει ήρεμο, ασυννέφιαστο...
Ο μπάρμπα - Μήτσιος, ο Παπαγεωργίου. Ο πιο παλιός αγωνιστής της παρέας μας. Μια καλοκάγαθη καρτερική μορφή, που κατέβηκε θαρρείς από κάποιον πίνακα του Γκόγια ή του Ελ Γκρέκο... Που υπομένει αγόγγυστα το μαρτύριο του λιθοβολισμού ή της σταύρωσης.
Ο Αλέκος Γαλανίτσας. Ενα σεμνό, ευγενικό παιδί, απ' τη Ματαράγκα της Καρδίτσας. Μ' ένα χαμόγελο συγκατάβασης στα χείλια του, σα να έλεγε: "Αφες αυτοίς... Ου γαρ οίδασι...".
Ο Κώστας Χαλκιάς. Παλιός αγωνιστής. Τύπος στέρεος και ωραίος, στο σώμα και στην ψυχή, αστειεύεται κι ένα πικρό χαμόγελο χαράζει στο ήρεμο πρόσωπό του.
"Τους άθλιους... Τώρα που κοντεύει να κλείσει και η πληγή στο κεφάλι μου...".
(Τον Χαλκιά τον είχαν πιάσει πιο κάτω απ' τον αυχένα της Νιάλας, σε κάτι καλύβια. Τον είχαν χτυπήσει με τον υποκόπανο και του άνοιξαν το κεφάλι. Του πατίκωσαν ύστερα, στ' Αγραφα, το τραύμα με βαμπάκι, για να σταματήσει το αίμα. Και σ' όλη τη διαδρομή, περπατούσε με μια φούντα βαμπάκι στο κεφάλι του, αλλού άσπρο κι αλλού κόκκινο, απ' τα πηγμένα αίματα).
Και μαζί με τους παλιούς και δοκιμασμένους αγωνιστές, ξεθάρρεψαν και οι πέντε νεαροί μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Συνήρθαν γρήγορα απ' το πρώτο σοκ και "εξοικειώθηκαν" με την ιδέα του θανάτου.
Τα παιδιά ετούτα, τ' ανταρτόπουλα των είκοσι χρονώ... Που περιμένουν τώρα να τιμωρηθούν για το "έγκλημα" που διέπραξαν. Να αμειφθούν με την "εσχάτη των ποινών", γιατί αντέταξαν την άρνησή τους σε κείνο το ανυπόφορο καθεστώς των διώξεων και των κατατρεγμών.
Ο Αλέκος Βαρνάβας, απ' το Νεοχώρι Τρικάλων.
Ο Θανάσης Καψάλης, απ' τη Συκιά της Ελασσώνας.
Ο Δημήτρης Χασιώτης, κι αυτός απ' τη Συκιά της Ελασσώνας.
Ο Χαρίλαος Κυρίτσης, απ' τα Χάσια (;).
Ο Δημήτρης Αθάνατος, απ' το Ελευθεροχώρι της Ελασσώνας.
Παιδιά, που άλλα είχαν κι άλλα δεν είχαν κλείσει ακόμα τα είκοσί τους χρόνια...
Ανεβαίνουν τώρα όλοι τους, αγνοί και υπέροχοι! Με βήμα σταθερό και άτρομο, βαδίζουν το ματωμένο ανήφορο του Γολγοθά τους.
Ψάχνοντας και διασκευάζοντας λίγο - λίγο, για να ταιριάζουν στην περίπτωσή μας, τα λόγια του τραγουδιού, αλλού όσα θυμόταν το παιδί, αλλού συμπληρώνοντας μόνοι μας τους στίχους, το συγκροτήσαμε. Στο τέλος, φτιάξαμε και ένα τετράστιχο δικό μας. Και να, απ' όσο μπορώ να θυμηθώ, το "Τραγούδι μας". Το τελευταίο τραγούδι:
Είναι πικρός ο θάνατος
γι' αυτούς που πίσω μένουν
κι όχι γι' αυτούς που φεύγουνε
το θάνατο νικώντας.
Μα εδώ δεν είναι θάνατος
θάνατος απ' αρρώστια,
είναι της δόξας τα παιδιά
τα δαφνοστολισμένα.
Για μια ιδέα ευγενικιά
δίνουμε τη ζωή μας
χαρά σ' αυτόν που παρατά
για μια τιμή τον κόσμο.
Σ' ένα σκοπό χορευτικό, κάτι παραπλήσιο με το σκοπό της "Σαμιώτισσας", ή με το ΕΠΟΝίτικο τραγούδι "απάνω στα ψηλά βουνά", πιάσαμε να το ψιλοτραγουδάμε.
Σε λίγο, το είχαμε κιόλας "στρώσει". Και ένας - ένας, πιαστήκαμε κι αρχίσαμε να το χορεύουμε, του καλού καιρού...
Μπροστά η Βαγγελίτσα, κι από κοντά όλοι οι άλλοι.
Για μια ιδέα ευγενικιά
δίνουμε τη ζωή μας,
χαρά σ' αυτόν που παρατά
για μια τιμή τον κόσμο.